- πολύκνημος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητοντο γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ-κνημος].
Dictionary of Greek. 2013.