πολύκνημος

πολύκνημος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ-κνημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύκνημος — with many mountain spurs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκνημον — πολύκνημος with many mountain spurs masc/fem acc sg πολύκνημος with many mountain spurs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκνήμοιο — πολύκνημος with many mountain spurs masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκνήμοισι — πολύκνημος with many mountain spurs masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκνήμου — πολύκνημος with many mountain spurs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκνημα — πολύκνημος with many mountain spurs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνημός — (5ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης ναύαρχος. Ανέπτυξε δράση στον Πελοποννησιακό πόλεμο και το 430 π.Χ., επικεφαλής εκατό σκαφών, αποβιβάστηκε στη Ζάκυνθο λεηλατώντας τα παράλιά της. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Στράτο αλλά ηττήθηκε και υποχώρησε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”